- σκυτορράφος
- ὁ, Αυποδηματοποιός.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο δέρμα» + -ρραφος (< ῥαφή < ῥάπτω), πρβλ. μηχανο-ρράφος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκυτορράφοι — σκυτορράφος shoemaker masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυτορραφώ — έω, Μ [σκυτορράφος] είμαι σκυτορράφος* … Dictionary of Greek